Τα Απαίσια Πεδία“Αναχωρήστε, αφεντικέ μου”, κραύγασε ο καπετάνιος κοιτάζοντας πίσω. Τραβούσε το ξίφος του και έδωσε σημάδια με το χέρι του στους άνδρες να πηγαίνουν και να σταθούν στις κατά το μήκος του διαδρόμου. “Δεν ξέρω πόσο καιρό θα μπορούσαμε να τους κρατούμε, αλλά θα κάνουμε όλα που μπορούμε για να σας κερδίσουμε μερικά λεπτά!”
Ο Άρχοντας Βέριξ, ο αυτοκρατορικός πληρεξούσιος στην επαρχία και κυβερνήτης του Απομονωμένου κάστρου, στάθηκε ακίνητος και και κοίταγε τους στρατιώτες με κενό βλέμμα. Ο καπετάνιος της προσωπικής του φρουρά άνοιξε το στόμα του για να τον οδηγεί πάλι, αλλά στην ίδια στιγμή μια τρομακτική απάνθρωπη βοή συγκλόνισε ολόκληρο το κάστρο. Τα πρόσωπα των στρατιωτών και των υπαλλήλων έγιναν χλωμά με τρόμο.
Οι άνθρωποι-θηρία ήρθαν.
‘’Στο όνομα του Πατέρα, φεύγετε στο τέλος’’, είπε ξανά ο καπετάνιος νευριζσμένος, κοιτάζοντας τον αφέντη του στα μάτια.
Ο Άρχοντας ένευε αντίο στον πιστό σωματοφύλακά του, γύρισε και έφυγε.
Πέρασε από διάφορες διαδρόμους που τον διαιρούσαν από την αυλή και σχεδόν τράβηξε μια πόρτα... Μόνο για να δει ότι τα άλογα μα τα οποία έπρεπε να δραπετεύσει, είχαν φύγει.
Ένα πνιγμένο γρύλισμα ήρθε κάπου από τα δεξιά και ο διευθυντής άρχισε να περιστρέφεται, αλλά την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε πόσο αργές είναι οι αντιδράσεις του, σε σύγκριση με αυτές των τεράτων που πήραν το οχυρό.
Ένα μεγάλο χέρι τον χτηπούσε απότομα πίσω από το αυτί, μπροστά στα μάτια του έλαμψαν αστέρια και μετά έπεσε σκοτάδι. Ο Βέριξ έχασε τη συνείδησή του στην ίδια στιγμή και έπεσε τη γη ήσυχα και χωρίς θόρυβο.
Το πρώτο πράγμα που ένιωθε όταν ξύπνησε ήταν, ότι ξεντυμένος, κάποιος τον κρατούσε σταθερά στο ένα πόδι και τον έσυραν πίσω στο βρεγμένο και όχι πολύ λεία επιφάνεια πέτρων. Στην επόμενη στιγμή ένιωσε πόνο και άρχισε να ουρλιάζει με όλη τη δύναμή του.
Η σπηλιά ήταν στενή, βρομική και με με χαμηλό φωτισμό, αλλά σε λίγω όταν ο πόνος του μείωσε, πέτυχε να δεις τη σιλουέτα του άνδρα που τοω τραβούσε. Ντυμέμη μόνο με ένα κομάτι υφάσματος, η σιλουέτα ήταν περίπου δυο μέτρα και μισή σε ύψος, τα μέγαλα και ισχυρά πόδια έκαναν μεγάλα και γρήγορα βήματα και το πλάτι αυτού του πλάσματος ήταν τόσο τεράστιο ότι θα μπορούσε να βάλει δυο καροτσάκια γεμάτα ανθρώπων και να τους φοράει ταυτόχρονα. Το αριστερό χέρι του κρατούσε το χέρι του άρχοντα και το δεξίο χέρι του – μεγάλο δίκοπο τσεκούρι.
Το πλάσμα σταμάτησε ξαφνικά και γύρισε στον φυλακισμένο του.
Ο Βέριξ είδε το πρώσοπό του και άρχισε να κραυγάζει ξανά.
Αυτή η φορά – από φρίκη.